ματεριαλιστής

ματεριαλιστής
ο, θηλ. -ίστρια
ο οπαδός τού ματεριαλισμού, ο υλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. materialiste (βλ. λ. ματεριαλισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ματεριαλιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του ματεριαλισμού, του υλισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματεριαλιστικός — ή, ό [ματεριαλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ματεριαλισμό ή στον ματεριαλιστή, υλιστικός. επίρρ... ματεριαλιστικά με τρόπο ματεριαλιστικό …   Dictionary of Greek

  • υλιστής — ο, θηλ. υλίστρια, Ν 1. οπαδός τού υλισμού, ματεριαλιστής 2. αυτός που φροντίζει για τα υλικά του συμφέροντα 3. ο έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ιστής*. Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑλισταί, μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ.… …   Dictionary of Greek

  • υλιστής — ο 1. ο οπαδός του υλισμού (βλ. λ.), ο ματεριαλιστής. 2. αυτός που φροντίζει, μόνο για τα υλικά του συμφέροντα, ο ιδιοτελής: Είναι υλιστής,δεν ασχολείται με το διπλανό του. 3. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για τις σαρκικές απολαύσεις: Είναι έκφυλος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”